- ριφλέξ
- Ν(άκλ. επίθ.) βλ. ρεφλέξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεφλέξ — και ριφλέξ, Ν άκλ. 1. αντανακλαστικό 2. (ως επιθ.) αντανακλαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reflex / αγγλ. reflex < λατ. reflexus, μτχ. παθ. αορ. τού reflecto «επιστρέφω»] … Dictionary of Greek